- ἀμφουδίς
- ἀμφουδίς, Adv., only Od.17.237 ἀμφουδὶς ἀείρας liftingA by the middle. (Prob. Adv. from ἀμφί; cf. ἄλλυδις.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφουδίς — ἀμφουδὶς (επίρρ) (Α) συναντάται μια μονό φορά στον Όμηρο (ρ 237) με προβληματική ερμηνεία σημαίνει πιθ. «από το έδαφος», «από τη μέση». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Η αρχαία ερμηνεία «κοντά στο έδαφος» (< ἀμφ(ι) * + οὖδας «έδαφος»)… … Dictionary of Greek
ἀμφουδίς — by the middle. indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)